- παροπλίζομαι
- παροπλίζομαι, παροπλίστηκα, παροπλισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
παροπλίζομαι — παροπλίζω disarm pres ind mp 1st sg παροπλίζω disarm pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροπλίζω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. θέτω πλοίο σε κατάσταση παροπλισμού 2. μτφ. περιορίζω στο ελάχιστο τις δραστηριότητες υπαλλήλου ή λειτουργού, δεν τού αναθέτω κάτι σημαντικό ή ανάλογο προς τη θέση του να κάνει 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παροπλισμένος και… … Dictionary of Greek